- φυλλομαδώ
- φυλλομάδησα, φυλλομαδήθηκα, φυλλομαδημένος, μαδώ τα φύλλα φυτού ή τα πέταλα άνθους: Φυλλομάδησα τη μαργαρίτα κι αυτή μου 'πε πως δε μ' αγαπάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.